ποθουμένου

ποθουμένου
ποθέω
long for
pres part mp masc/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγή — η, ΝΜΑ, και περιωγή και δωρ. τ. περιαγωγά, Α [περιάγω] νεοελλ. 1. το να περιφέρεται κανείς εδώ κι εκεί 2. κατάντημα, κατάντια αρχ. 1. περιστροφή, στροφή σε κύκλο («περιαγωγαὶ τῆς ἐπιδέσιος», Ιπποκρ.) 2. η μεταφορά ολόγυρα («περιαγωγὴ τοῡ ὕδατος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”